Τελικά δεν γεννιόμαστε άθεοι ή θρήσκοι, η ανατροφή και το πολιτισμικό-κοινωνικό περιβάλλον μας είναι αυτά που εξασθενίζουν ή ενισχύουν την πίστη μας στον Θεό. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει μια νέα μελέτη η οποία έρχεται να αμφισβητήσει τη μέχρι τώρα κρατούσα στην ψυχολογία θεωρία. Αυτή θέλει τη θρησκευτική πίστη να συνδέεται με τη διαίσθηση και τη μειωμένη παρουσία της ή την παντελή απουσία της με την ορθολογική σκέψη. Τα νέα ευρήματα όμως δείχνουν ότι τόσο ένα διαισθητικό όσο και ένα ορθολογικό άτομο μπορούν να έχουν εξίσου βαθιά θρησκευτικά συναισθήματα.
Διαισθητικοί και ορθολογικοί
Όπως σημειώνει «Το Βήμα», εδώ και περίπου δύο δεκαετίες πολλές μελέτες από γνωσιακούς ψυχολόγους έχουν υποστηρίξει ότι τα άτομα που έχουν ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι περισσότερο διαισθητικά και λιγότερο αναλυτικά, καθώς επίσης ότι όταν κάποιος σκέφτεται περισσότερο αναλυτικά, η θρησκευτική πίστη μειώνεται. Η νέα μελέτη, η οποία έγινε από ψυχολόγους και νευροεπιστήμονες από τα Πανεπιστήμια του Κόβεντρι και της Οξφόρδης στη Βρετανία, είναι η πρώτη που αντικρούει τα προηγούμενα ευρήματα, τα οποία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν επικρατήσει μεταξύ των ψυχολόγων.
Οι ερευνητές εξέτασαν μεταξύ άλλων προσκυνητές που ακολουθούν τον Δρόμο του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στη Βόρεια Ισπανία, ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα των καθολικών. Αρχικά έκαναν ερωτήσεις στους προσκυνητές σχετικά με το πόσο ισχυρή είναι η πίστη τους και πόσο χρόνο αφιερώνουν στο συγκεκριμένο προσκύνημα. Στη συνέχεια αξιολόγησαν το πόσο διαισθητική ή ορθολογική σκέψη είχε ο καθένας από αυτούς με ένα τεστ πιθανοτήτων, στο οποίο οι συμμετέχοντες έπρεπε να κάνουν επιλογές χρησιμοποιώντας τη λογική ή το ένστικτό τους. Τα αποτελέσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «Scientific Reports», έδειξαν ότι δεν υπήρχε καμία σύνδεση ανάμεσα στην πίστη στο υπερφυσικό και στη διαισθητική σκέψη.
Ανεπηρέαστη η πίστη στο υπερφυσικό
Σε μια δεύτερη μελέτη οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μαθηματικά παζλ για να ενισχύσουν τη διαισθητική σκέψη των εθελοντών, αλλά και εδώ τα αποτελέσματα δεν έδειξαν κάποια σχέση ανάμεσα στα επίπεδα της διαισθητικής σκέψης και στην πίστη στο υπερφυσικό. Στο τελευταίο σκέλος της έρευνάς τους οι ειδικοί υπέβαλαν τους εθελοντές σε εγκεφαλική διέγερση προκειμένου να αυξήσουν τα επίπεδα της γνωσιακής αναστολής: αυτό έγινε με τη διοχέτευση ακίνδυνων ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος στη δεξιά κάτω έλικα, μια περιοχή του εγκεφάλου η οποία πιστεύεται ότι σχετίζεται με αυτή τη λειτουργία.
Η γνωσιακή αναστολή θεωρείται ότι ελέγχει την αναλυτική σκέψη και προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τα άτομα που δηλώνουν άθεα χρησιμοποιούν περισσότερο τη δεξιά κάτω μετωπιαία έλικα. Τα αποτελέσματα της νέας μελέτης έδειξαν ωστόσο πως, παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα γνωσιακής αναστολής των εθελοντών αυξήθηκαν με την εγκεφαλική διέγερση, αυτό δεν επέφερε αλλαγές στα επίπεδα της πίστης τους στο υπερφυσικό, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι δεν υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στη γνωσιακή αναστολή και στην πίστη στο υπερφυσικό.
Γεννιόμαστε ή γινόμαστε;
Στο σχετικό άρθρο τους οι επιστήμονες από το Κόβεντρι και την Οξφόρδη υπογραμμίζουν ότι η απόπειρα ερμηνείας της θρησκευτικής πίστης ως διαισθητικής και άρα έμφυτης, η οποία έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες, είναι μάλλον «βιαστική». Αντιθέτως, όπως υπογραμμίζουν, η έρευνά τους φαίνεται να υποστηρίζει τη θεωρία ότι η θρησκευτική πίστη είναι επίκτητη και αναπτύσσεται μέσω κοινωνικο-πολιτισμικών διεργασιών, στις οποίες φυσικά περιλαμβάνονται η ανατροφή και η εκπαίδευση.
«Τι ωθεί την πίστη στον Θεό, η διαίσθηση ή η λογική, η καρδιά ή το μυαλό; Υπάρχει μια μακρά διαμάχη σχετικά με αυτό το ζήτημα, αλλά οι μελέτες μας αμφισβητούν τη θεωρία ότι το να πιστεύει κάποιος καθορίζεται από το κατά πόσο βασίζεται στη διαίσθηση ή στην αναλυτική σκέψη του» δήλωσε σε δελτίο Τύπου ο Μιγκέλ Φαρίας από το Πανεπιστήμιο του Κόβεντρι, πρώτος συγγραφέας της μελέτης. «Δεν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται θρήσκοι κατά τον ίδιο τρόπο που αναπόφευκτα μαθαίνουμε μια γλώσσα σε πολύ μικρή ηλικία. Τα ιστορικά και κοινωνιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι το τι πιστεύουμε βασίζεται κυρίως σε κοινωνικούς και μορφωτικούς παράγοντες και όχι σε γνωσιακά στυλ, όπως η διαισθητική ή αναλυτική σκέψη. Η θρησκευτική πίστη κατά πάσα πιθανότητα έχει τις ρίζες της στην κουλτούρα και όχι σε κάποιο πρωτόγονο ένστικτο».