κι απόψε αξιώθηκα να ψάξω:
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φόντο | φόντα |
γενική | φόντου | φόντων |
αιτιατική | φόντο | φόντα |
κλητική | φόντο | φόντα |
Ετυμολογία
- φόντο < από την ιταλική λέξη fondο (υπόβαθρο, φόντο, χρηματοδότηση)
Ουσιαστικό
φόντο ουδέτερο- αυτό που περιβάλλει, που βρίσκεται συνήθως στο βάθος ή στον περίγυρο ενός κεντρικού θέματος (στη φωτογραφία, τη ζωγραφική κ.α.)
- Ζωγράφισε ένα βάζο με κόκκινα τριαντάφυλλα, σε γκρίζο φόντο
- Έστησαν το άγαλμα (ή κάποιους για φωτογράφιση) έτσι ώστε να έχει/έχουν φόντο τον Παρθενώνα
- ...με φόντο τον Παρθενώνα
- (μεταφορικά) το περιβάλλον, ο περίγυρος σε ένα κοινωνικό θέμα
- το φόντο σε όλες τις ταινίες/βιβλία του είναι συνήθως ο πόλεμος ή κάποια άλλη ακραία κατάσταση
- για τα φόντα, ίδιας ετυμολογίας, μπορείτε να δείτε τη λέξη φόντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου